- συνεξαλαπάζω
- συνεξ-ᾰλᾰπάζω,A help to sack, BCH21.599 (Delph., iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεξαλαπάζω — Α συμμετέχω στη λεηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαλαπάζω «λεηλατώ, ερημώνω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek